- επαναλαμβάνω
- και επαναλαβαίνω (Α ἐπαναλαμβάνω, Μ και ἐπαναλαβαίνω)1. λέω ή κάνω κάτι για μια ακόμη φορά («τό επανέλαβα τρεις φορές ώσπου να τό καταλάβει»)2. λέω ή κάνω αυτό που είπε ή έκανε κάποιος άλλος, ξαναλέω, ξανακάνωνεοελλ.διαβάζω πολλές φορές ένα κείμενο ή βιβλίο για να τό μάθωμσν.(για θρόνο) ξαναπαίρνω, επανακτώ, καταλαμβάνω ξανάαρχ.1. αναθεωρώ, βελτιώνω («τοῡτ' οὖν ἐπαναλαβεῑν καὶ ἐπανορθώσασθαι... βέλτιον πρὸς πόλεως εὐδαιμονίαν», Πλάτ.)2. διορθώνω, θεραπεύω3. αναλαμβάνω, αναδέχομαι, επιχειρώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.